- πετρίνας
- πετρίνᾱς , πέτρινοςrockyfem acc plπετρίνᾱς , πέτρινοςrockyfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Falaisia — Gemeinde Falesia Δήμος Φαλαισίας (Φαλαισία) DEC … Deutsch Wikipedia
Falesia — Stadtgemeinde Falesia (1997–2010) Δήμος Φαλαισίας (Φαλαισία) … Deutsch Wikipedia
Autobahn 71 (Griechenland) — Vorlage:Infobox hochrangige Straße/Wartung/GR A Αυτοκινητόδρομος A71 in Griechenland … Deutsch Wikipedia
πέτρινος — η, ο / πέτρινος, ίνη, ον, ΝΜΑ [πέτρα] 1. βραχώδης (α. «ο πέτρινος όγκος τού Υμηττού» β. «παρὰ πετρίνας πόντου δειράδας», Ευρ.) 2. φτιαγμένος από πέτρα («πέτρινος τοίχος») 3. πολύ σκληρός ή πολύ ανθεκτικός («πέτρινη καρδιά») μσν. (για τη Νιόβη)… … Dictionary of Greek
Σπαναίικα — Όνομα τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (70 κάτ., υψόμ. 50 μ.), στην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φράγκας. 2. Ημιορεινός οικισμός (52 κάτ., υψόμ. 190μ.), στην επαρχία Μεγαλόπολης του νομού Αρκαδίας.… … Dictionary of Greek
БИБЛИЯ. IV. ПЕРЕВОДЫ — Переводы Б. На древние языки Арамейские таргумы Арамейский таргум иудейский перевод Б. (ВЗ) на арамейский язык. Существительное « » в постбиблейском евр. и арам. означает «перевод», глагол « » (арам. ) «переводить, объяснять» (единственный раз в… … Православная энциклопедия